Ένα βράδυ Πέμπτης, μετά από την Πάστα Φλώρα, η οποία δεν είχε λειτουργήσει ευεργετικά, εμπλουτίζω τη διαδρομή μου περνώντας από τα αγαπημένα σημεία της πόλης, που ήταν γεμάτα.
Κάπου στα μισά σκέφτομαι ότι έχω ώρα να καπνίσω κι ενώ χαίρομαι γι' αυτό στρίβω μηχανικά το τσιγάρο μου -από κάποια ταινία την έχω ξεσηκώσει τη σκηνή να καπνίζεις μόνος παρατηρώντας τους άλλους, αλλά δε θυμάμαι από ποια. Tην ησυχία μου έρχεται να χαλάσει μια παρέα παιδιών, η οποία προσπαθούσε να τραβήξει βιντεάκια για το Tik Tok, με την ελπίδα να γίνουν διάσημοι. Παρά το γεγονός ότι οι σχέσεις μου με τα παιδιά είναι άριστες τα ντεσιμπέλ των φωνών τους ήταν κάτι παραπάνω από ανυπόφορα, ιδιαίτερα μετά από δύο ώρες εκπομπή. Μαζεύω, η γραία, τον καπνό μου και κατηφορίζω για το σπίτι -η ανηφορίζω εξαρτάται από την οπτική, όλα εξαρτώνται από την οπτική.
Τα δεδομένα στο κινητό μ' εγκαταλείπουν κι αντί για το playlist μου ακούω τη γνωστή σ' όλους μας συζήτηση. «Να μη στείλεις» «Καλά σου λέει. Αν ήθελε θα έστελνε». Δύο φίλες συμβουλεύουν μία τρίτη να μη στείλει κάποιο μήνυμα κι εκείνη απαντάει, πως έχουν δίκιο, δεν πρέπει να στείλει, θα το μετανιώσει. Εγώ από την άλλη, θυμάμαι το δικό μου μήνυμα, που δεν έστειλα ποτέ και μετανιώνω πάντα. Προβλήματα που όπως φαίνεται δεν απασχολούν το ζευγάρι που στέκεται λίγο πιο κάτω κι έχει βγάλει τις μάσκες του -δεν τις έχει κατεβάσει, τις έχει ακουμπήσει στο παγκάκι, μια πράξη που την λες μέχρι κι επαναστατική. Σίγουρα πάντως, φανερώνει πως εκείνο το φιλί το αξίζει το πρόστιμό του.
Όλες τις σκέψεις μου έρχεται να ταράξει ένα απρόσμενο «Πάστα Φλώρα». Φίλοι που εμφανίζονται από το πουθενά, αξία ανεκτίμητη. «Πνίγεσαι ρε;» «Εγώ πνίγομαι, εσύ πού το ξέρεις;» «Για να έχεις εσύ το μαλλί κεφτέ (έρμε messy bun, κεφτέ σε λένε ακόμα!) ή πνίγεσαι ή χώρισες κι αν είχες χωρίσει θα μας έπρηζες μέρα-νύχτα» -γι' αυτό είναι οι φίλοι, για να τους πρήζεις στη λύπη και να μειώνεται, να τους πρήζεις στη χαρά και να διπλασιάζεται. Η γιαγιά μου το λέει αυτό κι η γιαγιά μου ξέρει κι από χαρές κι από λύπες!
«Λέγε τώρα, γιατί πνίγεσαι;» συνεχίζει ο φίλος.
«Ζόρια» απαντάω λακωνικά -παραδόξως.
«Πάμε;»
«Πάμε»
Έτσι, εκείνο το βράδυ όλοι μας αγνοήσαμε την καραντίνα. Τα παιδιά προσπαθούσαν μάταια να γίνουν διάσημα στο Tik Tok. Η φίλη έστειλε το μήνυμα και μετά πιθανότατα άκουγε την κατσάδα από τις υπόλοιπες φίλες κι εγώ με τον φίλο αδειάσαμε ένα μπουκάλι Caramelo, αφού αποφασίσαμε πως θα αφήσουμε στην άκρη τα ζόρια της δουλειάς για ένα βράδυ, γιατί εμείς -όπως άκουσα ένα άλλο βράδυ στο Παλάτι, τότε που είχαμε κάψει μια εξεταστική- εμείς, στην δουλειά είμαστε τεμπέληδες, στον έρωτα εργάτες.
Όσο για το ζευγάρι, αυτούς δεν τους απασχόλησε ποτέ καμία καραντίνα!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου